φρενιασμένος

φρενιασμένος
η , ο вне себя от ярости, взбешённый, неистовый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φρενιασμένος" в других словарях:

  • φρενιάζω — φρενιάζω, φρένιασα, φρενιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φρενιάζω — φρένιασα, φρενιασμένος 1. μτβ., ερεθίζω κάποιον πολύ, τον δαιμονίζω, τον κάνω έξω φρενών: Ηρωδιάς...του Γιοχαννάν την κατάρα γρικάει που τη φρενιάζει (Ι. Γρυπάρης). 2. αμτβ., γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών, με πιάνει μανία, δαιμονίζομαι, θυμώνω πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»